Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η τηλεφωνική συνδιάλεξη

  • 1 телефонный

    телефонный τηλεφωνικός; \телефонныйая станция о τηλεφωνικός σταθμός; \телефонныйая книга о τηλεφωνικός κατάλογος; \телефонный разговор η τηλεφωνική συνδιάλεξη
    * * *

    телефо́нная ста́нция — ο τηλεφωνικός σταθμός

    телефо́нная кни́га — ο τηλεφωνικός κατάλογος

    телефо́нный разгово́р — η τηλεφωνική συνδιάλεξη

    Русско-греческий словарь > телефонный

  • 2 разговор

    разговор
    м ἡ συζήτηση [-ις], ἡ «ουνομι-λία, ἡ κουβέντα, ἡ συνδιάλεξη [-ις]:
    дружеский \разговор ἡ φιλική συζήτηση· телефонный \разговор ἡ τηλεφωνική συνδιάλεξη· вести \разговор συνομιλώ· заводить (вступать в) \разговор ἀνοίγω (πιάνω) συζήτηση· переводить \разговор на другое ἀλλάζω κουβέντα· обрывать \разговор διακόπτω τήν συζήτηση· без лишних \разговоров χωρίς περιττές κουβέντες· и \разговора об этом не было δέν ἐγινε κάν λογος γι ' αὐτό· только и \разговору что об этом εἶναι τό μοναδικό θέμα συζήτησης· верну́ться к \разговору о чем-л. ἐπανέρχομαι σέ κάποιο ζήτημα· ◊ быть предметом \разговора εἶμαι τό θέμα τής συζήτησης.

    Русско-новогреческий словарь > разговор

  • 3 переговоры

    -ов πλθ.
    1. συνομιλίες, διαπραγματεύσεις.
    2. συνομιλία, συνδιάλεξη•

    по телефону τηλεφωνική συνδιάλεξη.

    Большой русско-греческий словарь > переговоры

  • 4 разговор

    α.
    1. συνομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη• διάλογος• συζήτηση•

    длинный μακρά συνομιλία•

    короткий разговор βραχεία (σύντομη) συνομιλία•

    прервать разговор κόβω (σταματώ) την κουβέντα•

    переменить разговор αλλάζω την κουβέντα• γυρίζω (στρέφω) αλλού την κουβέντα ή τη συζήτηση•

    вести разговор συνομιλώ, κουβεντιάζω•

    вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•

    разговор между адвокатом и доктором διάλογος μεταξύ δικηγόρου και γιατρού•

    возобновить επαναλαβαινω τη συνομιλία•

    телефонный разговор τηλεφωνική συνδιάλεξη.

    2. πλθ. -ры παλ. βλ. разговорник.
    εκφρ.
    без -ов – χωρίς κουβέντες (να μη χάνομε καιρό)•
    и -а (разговору) нет ή не может быть – α) ούτε συζήτηση (κουβέντα) δε γίνεται ή δε χωράει καμιά συζήτηση. β) συμφωνώ απόλυτα.

    Большой русско-греческий словарь > разговор

  • 5 заказывать

    1. (поручить изготовить, исполнить, доставить что-л.) παραγγέλλω 2. (резервировать) κλείνω, κάνω κράτηση
    - телефонный разговор - την τηλεφωνική συνδιάλεξη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заказывать

  • 6 conference call

    noun (a telephone conversation in which more than two people participate.) τηλεφωνική συνδιάλεξη ανάμεσα σε περισσότερα από δύο άτομα

    English-Greek dictionary > conference call

См. также в других словарях:

  • συνδιάλεξη — η συνομιλία, κυρίως με το τηλέφωνο: Πραγματοποίησε τηλεφωνική συνδιάλεξη με το γιο της που βρίσκεται στο εξωτερικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνδιάλεξη — η, Ν συνομιλία, ιδίως τηλεφωνική. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδιαλέγομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνδιάλεξις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • τηλεφωνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με την τηλεφωνία ή το τηλέφωνο: Τηλεφωνική εγκατάσταση. 2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο: Τηλεφωνική συνδιάλεξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποκλέπτω — ὑποκλέπτω ΝΜΑ, και υποκλέβω Ν οικειοποιούμαι, κλέβω κάτι με επιτήδειο τρόπο νεοελλ. 1. παρακολουθώ και ηχογραφώ παράνομα τηλεφωνική συνδιάλεξη τοποθετώντας ειδικό μηχανισμό («υπέκλεπταν τις συνομιλίες ακόμη και τού πρωθυπουργού») 2. αποσπώ κάτι… …   Dictionary of Greek

  • υπεραστικός — ή, ό 1. αυτός που είναι ή γίνεται πέρα από την περιοχή της πόλης (άστεως): Υπεραστική τηλεφωνική συνδιάλεξη. 2. το ουδ. ως ουσ., υπεραστικό λεωφορείο που εκτελεί υπεραστικά δρομολόγια με άλλες πόλεις (πρβλ. αστικό): Δε θα πάρω το τρένο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»